Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tuˈristiko] τουριστικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaccompagnatore [αρσ.] turistico = ο συνοδός εκδρομής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |