Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtùrno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈturno] η περιτροπή, η σειρά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa turno = με τη σειρά || farmacia di turno = το εφημερεύον φραμακείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |