Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturcimànno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [turʧiˈmanno] 1 μεταφραστής 2 διερμηνέας 3 δραγομάνος 4 δραγουμάνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |