Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturbogètto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,turboˈʤɛtto] 1 αεροσκάφος με στροβιλοφόρο κινητήρα αερίων 2 στροβιλοφόρος κινητήρας αερίων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |