Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturboalternatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,turboalternaˈtore] 1 στροβιλογεννήτρια 2 εναλλάκτης τούρμπο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |