Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturbinóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [turbiˈnoso], [turbiˈnozo] 1 θυελλώδης 2 στροβιλώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |