Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturbìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [turˈbina] 1 κινητήρας στροβιλοφόρος 2 στρόβιλος 3 τουρμπίνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |