Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


turbatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [turbaˈtore]

ταραχοποιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turbato turbellari  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turbante (ουσ αρσ )
turbare (ρ. μτβ.)
turbarsi (ρ.μ. (αντων.))
turbativa (θηλ.ουσ)
turbato (επίθ.)
turbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
turbellari (ουσ αρσ πληθ.)
turbidimetria (θηλ.ουσ)
turbidimetrico (επίθ.)
turbina (θηλ.ουσ)
turbinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
turbinato (ουσ αρσ )
turbine (ουσ αρσ )
turbinio (ουσ αρσ )
turbinoso (επίθ.)
turboalternatore (ουσ αρσ )
turbocisterna (θηλ.ουσ)
turbocompressore (ουσ αρσ )
turbodinamo (θηλ.ουσ)
turboelettrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---