Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


turàcciolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tuˈratʧolo]

1 τάπα
2 επιστόμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turabuchi turapori  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tupamaro (ουσ αρσ )
tuppè (ουσ αρσ )
tura (θηλ.ουσ)
turabottiglie (ουσ αρσ )
turabuchi (ουσ αρσ και θηλ.)
turacciolo (ουσ αρσ )
turapori (ουσ αρσ )
turare (ρ. μτβ.)
turarsi (ρ.μ. (αντων.))
turba (θηλ.ουσ)
turbamento (ουσ αρσ )
turbante (ουσ αρσ )
turbare (ρ. μτβ.)
turbarsi (ρ.μ. (αντων.))
turbativa (θηλ.ουσ)
turbato (επίθ.)
turbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
turbellari (ουσ αρσ πληθ.)
turbidimetria (θηλ.ουσ)
turbidimetrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---