Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtunicàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [tuniˈkato] 1 χιτωνώδης 2 χιτωνοφόρος 3 χιτωνόζωο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |