Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtumultuóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tumultuˈoso], [tumultuˈozo] 1 ταραχώδης 2 στασιαστικός 3 οχληρός 4 θορυβώδης 5 οχλαγωγικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |