Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tumultuosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [tumultuozaˈmente]

1 ταραχωδώς
2 με αναταραχή
3 θορυβωδώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tumultuare tumultuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tumulo (ουσ αρσ )
tumulto (ουσ αρσ )
tumultuante (ουσ αρσ και θηλ.)
tumultuante (επίθ.)
tumultuare (ρ.αμτβ.)
tumultuosamente (επίρ.)
tumultuoso (επίθ.)
tundra (θηλ.ουσ)
tungstenite (θηλ.ουσ)
tungsteno (ουσ αρσ )
tunica (θηλ.ουσ)
tunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
Tunisi (κύρ.όν. θηλ.)
tunisino (ουσ αρσ )
tunisino (επίθ.)
tunnel (ουσ αρσ )
tuo (επίθ.)
tuo (αντων.)
tuono (ουσ αρσ )
tuorlo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---