Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tumefàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tumeˈfare]

1 πρήζω
2 διογκώνω

tumefarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [tumeˈfarsi]

1 πρήζομαι
2 διογκώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tulle tumefatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tugurio (ουσ αρσ )
tularemia (θηλ.ουσ)
tulio (ουσ αρσ )
tulipano (ουσ αρσ )
tulle (ουσ αρσ )
tumefare (ρ. μτβ.)
tumefarsi (ρ.μ. (αντων.))
tumefatto (επίθ.)
tumefazione (θηλ.ουσ)
tumescente (επίθ.)
tumescenza (θηλ.ουσ)
tumidezza (θηλ.ουσ)
tumidità (θηλ.ουσ)
tumido (επίθ.)
tumorale (επίθ.)
tumore (ουσ αρσ )
tumulare (ρ. μτβ.)
tumulazione (θηλ.ουσ)
tumulo (ουσ αρσ )
tumulto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---