Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtugùrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tuˈgurjo] 1 σπίτι μικρό και βρόμικο 2 καλύβα 3 χαμοκέλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |