Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tùbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtubo]

ο σωλήνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tubista tubolare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο tubo [θηλ.] di scappamento = auto ο σωλήνας διαρροής || tubo [θηλ.] di scarico = ο αποχετευτικός σωλήνας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tuberoso (επίθ.)
tubettificio (ουσ αρσ )
tubetto (ουσ αρσ )
tubino (ουσ αρσ )
tubista (ουσ αρσ και θηλ.)
tubo (ουσ αρσ )
tubolare (ουσ αρσ )
tubolare (επίθ.)
tubulo (ουσ αρσ )
tubuloso (επίθ.)
tucano (ουσ αρσ )
Tucidide (κύρ.όν. αρσ.)
tufaceo (επίθ.)
tuffare (ρ. μτβ.)
tuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
tuffata (θηλ.ουσ)
tuffatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tuffetto (ουσ αρσ )
tuffista (ουσ αρσ και θηλ.)
tuffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---