Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tubétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tuˈbetto]

1 σωληνάριο
2 σωληνίσκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tubettificio tubino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tubero (ουσ αρσ )
tuberosa (θηλ.ουσ)
tuberosità (θηλ.ουσ)
tuberoso (επίθ.)
tubettificio (ουσ αρσ )
tubetto (ουσ αρσ )
tubino (ουσ αρσ )
tubista (ουσ αρσ και θηλ.)
tubo (ουσ αρσ )
tubolare (ουσ αρσ )
tubolare (επίθ.)
tubulo (ουσ αρσ )
tubuloso (επίθ.)
tucano (ουσ αρσ )
Tucidide (κύρ.όν. αρσ.)
tufaceo (επίθ.)
tuffare (ρ. μτβ.)
tuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
tuffata (θηλ.ουσ)
tuffatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---