Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tubercolìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tuberkoˈlina]

διαγνωστικό υγρό φυματίωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tubercolare tubercolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tubarico (επίθ.)
tubatura (θηλ.ουσ)
tubazione (θηλ.ουσ)
tubeless (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolare (επίθ.)
tubercolina (θηλ.ουσ)
tubercolo (ουσ αρσ )
tubercolosario (ουσ αρσ )
tubercolosi (θηλ.ουσ)
tubercoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolotico (αρσ. επίθ και ουσ)
tubero (ουσ αρσ )
tuberosa (θηλ.ουσ)
tuberosità (θηλ.ουσ)
tuberoso (επίθ.)
tubettificio (ουσ αρσ )
tubetto (ουσ αρσ )
tubino (ουσ αρσ )
tubista (ουσ αρσ και θηλ.)
tubo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---