Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trust  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrast]

1 κονσόρτσιουμ
2 μονοπωλιακή ένωση εταιρειών
3 τραστ
4 οικονομικό τραστ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  truschino tse–tsè  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

truismo (ουσ αρσ )
trumeau (ουσ αρσ )
truogolo (ουσ αρσ )
truppa (θηλ.ουσ)
truschino (ουσ αρσ )
trust (ουσ αρσ )
tse–tsè (επίθ.)
tu (αντων.)
tuareg (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tuba (θηλ.ουσ)
tubare (ρ.αμτβ.)
tubarico (επίθ.)
tubatura (θηλ.ουσ)
tubazione (θηλ.ουσ)
tubeless (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolare (επίθ.)
tubercolina (θηλ.ουσ)
tubercolo (ουσ αρσ )
tubercolosario (ουσ αρσ )
tubercolosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---