Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


truffatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [truffaˈtore]

ο απατεώνας, η απατεώνισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  truffare trufferia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

truciolo (ουσ αρσ )
truculento (επίθ.)
truffa (θηλ.ουσ)
truffaldino (αρσ. επίθ και ουσ)
truffare (ρ. μτβ.)
truffatore (ουσ αρσ )
trufferia (θηλ.ουσ)
truismo (ουσ αρσ )
trumeau (ουσ αρσ )
truogolo (ουσ αρσ )
truppa (θηλ.ουσ)
truschino (ουσ αρσ )
trust (ουσ αρσ )
tse–tsè (επίθ.)
tu (αντων.)
tuareg (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tuba (θηλ.ουσ)
tubare (ρ.αμτβ.)
tubarico (επίθ.)
tubatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---