Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trùcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrukko]

1 (truschino) το φτιασίδι
2 (make-up) το μακιγιάζ
3 (inganno) ο δόλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  truccatura truce  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

truca (θηλ.ουσ)
truccare (ρ. μτβ.)
truccarsi (ρ.μ. (αντων.))
truccatore (ουσ αρσ )
truccatura (θηλ.ουσ)
trucco (ουσ αρσ )
truce (επίθ.)
trucemente (επίρ.)
trucidare (ρ. μτβ.)
truciolo (ουσ αρσ )
truculento (επίθ.)
truffa (θηλ.ουσ)
truffaldino (αρσ. επίθ και ουσ)
truffare (ρ. μτβ.)
truffatore (ουσ αρσ )
trufferia (θηλ.ουσ)
truismo (ουσ αρσ )
trumeau (ουσ αρσ )
truogolo (ουσ αρσ )
truppa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---