Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtruccatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [trukkaˈtura] 1 μασκάρεμα 2 μακιγιάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |