Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trovàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [troˈvato]

1 ανακάλυψη
2 εύρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trovatello trovatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trovare (ρ. μτβ.)
trovarsi (ρ.μ. (αντων.))
trovarobe (ουσ αρσ και θηλ.)
trovata (θηλ.ουσ)
trovatello (ουσ αρσ )
trovato (αρσ. επίθ και ουσ)
trovatore (ουσ αρσ )
troviero (ουσ αρσ )
trozza (θηλ.ουσ)
truca (θηλ.ουσ)
truccare (ρ. μτβ.)
truccarsi (ρ.μ. (αντων.))
truccatore (ουσ αρσ )
truccatura (θηλ.ουσ)
trucco (ουσ αρσ )
truce (επίθ.)
trucemente (επίρ.)
trucidare (ρ. μτβ.)
truciolo (ουσ αρσ )
truculento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---