Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


troneggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tronedˈʤare]

1 επικυριαρχώ
2 υπερέχω
3 επισκιάζω
4 κυριαρχώ
5 επικρατώ
6 εξουσιάζω
7 δεσπόζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  troncone tronfio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tronchese (ουσ αρσ και θηλ.)
tronchesina (θηλ.ουσ)
tronco (ουσ αρσ )
tronco (επίθ.)
troncone (ουσ αρσ )
troneggiare (ρ.αμτβ.)
tronfio (επίθ.)
trono (ουσ αρσ )
tropicale (επίθ.)
tropicalizzare (ρ. μτβ.)
tropicalizzazione (θηλ.ουσ)
tropismo (ουσ αρσ )
tropo (ουσ αρσ )
tropologia (θηλ.ουσ)
tropologico (επίθ.)
tropopausa (θηλ.ουσ)
troposfera (θηλ.ουσ)
troposferico (επίθ.)
troppo (επίθ.)
troppo (αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---