Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtròpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɔpo] 1 τρόπος (εκκλησιαστική μουσική) 2 σχήμα λόγου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |