Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtropìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [troˈpizmo] 1 τακτισμός 2 τροπισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |