ItalianoGreco


trónfio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtronfjo]

1 αλαζονικός
2 κομπαστικός
3 μεγαλόστομος
4 πομπώδης
5 επαρμένος
6 στομφώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---