trónco
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtronko]
1 (albero) ο κορμός
2 anatomia η προτομή
trónco
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈtronko]
1 πετσοκομμένος
2 κομμένος κοντά
3 που έχει υποστεί γραμματική αποκοπή
4 λιανισμένος
5 κολοβός
6 αποκομμένος
7 κομμένος
8 ακρωτηριασμένος
9 κουτσουρεμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtronko]
1 (albero) ο κορμός
2 anatomia η προτομή
trónco
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈtronko]
1 πετσοκομμένος
2 κομμένος κοντά
3 που έχει υποστεί γραμματική αποκοπή
4 λιανισμένος
5 κολοβός
6 αποκομμένος
7 κομμένος
8 ακρωτηριασμένος
9 κουτσουρεμένος
permalink
tronco (ουσ αρσ )
tronco (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android