Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtronchése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tronˈkese], [tronˈkeze] 1 πένσα και κόφτης μαζί 2 κόφτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |