Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


troncàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tronˈkato]

κουτσουρεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  troncare troncatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trombonista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombosi (θηλ.ουσ)
trompe–l'oeil (έκφρ.)
troncamento (ουσ αρσ )
troncare (ρ. μτβ.)
troncato (επίθ.)
troncatrice (θηλ.ουσ)
troncatura (θηλ.ουσ)
tronchese (ουσ αρσ και θηλ.)
tronchesina (θηλ.ουσ)
tronco (ουσ αρσ )
tronco (επίθ.)
troncone (ουσ αρσ )
troneggiare (ρ.αμτβ.)
tronfio (επίθ.)
trono (ουσ αρσ )
tropicale (επίθ.)
tropicalizzare (ρ. μτβ.)
tropicalizzazione (θηλ.ουσ)
tropismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---