Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtroncóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tronˈkone] 1 πρέμνο 2 υπόλειμμα κομμένου οργάνου 3 κούτσουρο 4 ριζιμιό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |