Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trompe–l'oeil  
έκφραση*

Προσφορά I.P.A.: [,trompˈløjl]

1 παραπλάνηση
2 τέχνη της καλής εντύπωσης
3 οφθαλμαπάτη
4 αυταπάτη
5 μπλόφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trombosi troncamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trombocitosi (θηλ.ουσ)
tromboflebite (θηλ.ουσ)
trombone (ουσ αρσ )
trombonista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombosi (θηλ.ουσ)
trompe–l'oeil (έκφρ.)
troncamento (ουσ αρσ )
troncare (ρ. μτβ.)
troncato (επίθ.)
troncatrice (θηλ.ουσ)
troncatura (θηλ.ουσ)
tronchese (ουσ αρσ και θηλ.)
tronchesina (θηλ.ουσ)
tronco (ουσ αρσ )
tronco (επίθ.)
troncone (ουσ αρσ )
troneggiare (ρ.αμτβ.)
tronfio (επίθ.)
trono (ουσ αρσ )
tropicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---