Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trombóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tromˈbone]

1 ασφόδελος Narcissus pseudo-narcissus
2 πολυλογάς
3 φαφλατάς
4 τρομπόνι
5 πιστόλι πλατύστομο (παλαιό)
6 νάρκισσος ο ψευδονάρκισσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tromboflebite trombonista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trombocita (ουσ αρσ )
trombocito (ουσ αρσ )
trombocitopenia (θηλ.ουσ)
trombocitosi (θηλ.ουσ)
tromboflebite (θηλ.ουσ)
trombone (ουσ αρσ )
trombonista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombosi (θηλ.ουσ)
trompe–l'oeil (έκφρ.)
troncamento (ουσ αρσ )
troncare (ρ. μτβ.)
troncato (επίθ.)
troncatrice (θηλ.ουσ)
troncatura (θηλ.ουσ)
tronchese (ουσ αρσ και θηλ.)
tronchesina (θηλ.ουσ)
tronco (ουσ αρσ )
tronco (επίθ.)
troncone (ουσ αρσ )
troneggiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---