Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trombocìta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tromboˈʧita]

1 θρομβοκύτταρο
2 αιμοπετάλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trombo trombocito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trombetta (θηλ.ουσ)
trombettiere (ουσ αρσ )
trombettista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombina (θηλ.ουσ)
trombo (ουσ αρσ )
trombocita (ουσ αρσ )
trombocito (ουσ αρσ )
trombocitopenia (θηλ.ουσ)
trombocitosi (θηλ.ουσ)
tromboflebite (θηλ.ουσ)
trombone (ουσ αρσ )
trombonista (ουσ αρσ και θηλ.)
trombosi (θηλ.ουσ)
trompe–l'oeil (έκφρ.)
troncamento (ουσ αρσ )
troncare (ρ. μτβ.)
troncato (επίθ.)
troncatrice (θηλ.ουσ)
troncatura (θηλ.ουσ)
tronchese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---