Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scolàra (θηλ.ουσ) scollaménto (ουσ αρσ )
scolàre (επίθ.) scollàre (ρ. μτβ.)
scolàre (ρ. μτβ.) scollarsi (ρ.μ. (αντων.))
scolarésca (θηλ.ουσ) scollàto (επίθ.)
scolarésco (επίθ.) scollatùra (θηλ.ουσ)
scolarità (θηλ.ουσ) scollegàre (ρ. μτβ.)
scolarizzàre (ρ. μτβ.) scollettatrìce (θηλ.ουσ)
scolarizzazióne (θηλ.ουσ) scollettatùra (θηλ.ουσ)
scolàro (ουσ αρσ ) scòllo (ουσ αρσ )
scolàstica (θηλ.ουσ) scolmatóre (ουσ αρσ )
scolasticaménte (επίρ.) scólo (ουσ αρσ )
scolasticherìa (θηλ.ουσ) scolopèndra (θηλ.ουσ)
scolasticìsmo (ουσ αρσ ) scoloraménto (ουσ αρσ )
scolasticità (θηλ.ουσ) scoloriménto (ουσ αρσ )
scolàstico (επίθ.) scolorìna (θηλ.ουσ)
scolatóio (αρσ. επίθ και ουσ) scolorìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scolatùra (θηλ.ουσ) scolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
scoliasta (ουσ αρσ ) scolorìto (επίθ.)
scoliàste (ουσ αρσ ) scolpàre (ρ. μτβ.)
scòlio (ουσ αρσ ) scolparsi (ρ.μ. (αντων.))
scoliòsi (θηλ.ουσ) scolpìre (ρ. μτβ.)
scoliòtico (αρσ. επίθ και ουσ) scolpitezza (θηλ.ουσ)
scollacciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) scolpìto (επίθ.)
scollacciàto (επίθ.) scolpitùra (θηλ.ουσ)
scollacciatùra (θηλ.ουσ) scólta, scòlta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: