Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscólta, scòlta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈskolta], [ˈskɔlta] 1 σκοπιά 2 φρουρά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |