scombussolàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skombussoˈlato]
1 ασυγύριστος
2 σαστισμένος
3 θολωμένος
4 ανάκατος
5 μπερδεμένος
6 ακατάστατος τελείως
7 συγχυσμένος
8 αναστατωμένος
9 ταραγμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skombussoˈlato]
1 ασυγύριστος
2 σαστισμένος
3 θολωμένος
4 ανάκατος
5 μπερδεμένος
6 ακατάστατος τελείως
7 συγχυσμένος
8 αναστατωμένος
9 ταραγμένος
permalink
scombussolato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android