Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscombussolàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skombussoˈlato] 1 ασυγύριστος 2 σαστισμένος 3 θολωμένος 4 ανάκατος 5 μπερδεμένος 6 ακατάστατος τελείως 7 συγχυσμένος 8 αναστατωμένος 9 ταραγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |