Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scombinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skombiˈnato]

1 ζαβλακωμένος
2 κουρκούτης
3 αποβλακωμένος
4 διανοητικά συγχυσμένος

scombinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skombiˈnato]

1 συγχυσμένος
2 μπερδεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scombinare scombro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scolpitura (θηλ.ουσ)
scolta (θηλ.ουσ)
scombaciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scombaciato (επίθ.)
scombinare (ρ. μτβ.)
scombinato (ουσ αρσ )
scombinato (επίθ.)
scombro (ουσ αρσ )
scombussolamento (ουσ αρσ )
scombussolare (ρ. μτβ.)
scombussolato (επίθ.)
scombussolio (ουσ αρσ )
scommessa (θηλ.ουσ)
scommettere (ρ. μτβ.)
scommettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
scommettitura (θηλ.ουσ)
scomodamente (επίρ.)
scomodare (ρ.αμτβ.)
scomodare (ρ. μτβ.)
scomodarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---