Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscombinàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skombiˈnato] 1 ζαβλακωμένος 2 κουρκούτης 3 αποβλακωμένος 4 διανοητικά συγχυσμένος scombinàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skombiˈnato] 1 συγχυσμένος 2 μπερδεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |