ItalianoGreco


scombinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skombiˈnato]

1 ζαβλακωμένος
2 κουρκούτης
3 αποβλακωμένος
4 διανοητικά συγχυσμένος

scombinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skombiˈnato]

1 συγχυσμένος
2 μπερδεμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---