Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscombussolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skombussoˈlio] 1 αναστάτωση 2 κυκεώνας 3 μπάχαλο 4 μπέρδεμα 5 σύγχυση 6 ανακατωσούρα 7 αταξία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |