Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscòmodo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔmodo] ενοχλητικός (-ή, -ό), στενόχωρος (-η, -ο), άβολος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |