Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòmodo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔmodo]

ενοχλητικός (-ή, -ό), στενόχωρος (-η, -ο), άβολος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scomodità scompaginamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scomodamente (επίρ.)
scomodare (ρ.αμτβ.)
scomodare (ρ. μτβ.)
scomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
scomodità (θηλ.ουσ)
scomodo (επίθ.)
scompaginamento (ουσ αρσ )
scompaginare (ρ. μτβ.)
scompaginatura (θηλ.ουσ)
scompaginazione (θηλ.ουσ)
scompagnamento (ουσ αρσ )
scompagnare (ρ. μτβ.)
scompagnato (επίθ.)
scompagno (επίθ.)
scomparire (ρ.αμτβ.)
scomparsa (θηλ.ουσ)
scomparso (αρσ. επίθ και ουσ)
scompartimento (ουσ αρσ )
scompartire (ρ. μτβ.)
scomparto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---