Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scompagnaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skompaɲɲaˈmento]

1 ξεχαρβάλωμα
2 αποδιοργάνωση
3 χωρισμός (ζευγαριού)
4 εξάρθρωση
5 διάλυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scompaginazione scompagnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scomodo (επίθ.)
scompaginamento (ουσ αρσ )
scompaginare (ρ. μτβ.)
scompaginatura (θηλ.ουσ)
scompaginazione (θηλ.ουσ)
scompagnamento (ουσ αρσ )
scompagnare (ρ. μτβ.)
scompagnato (επίθ.)
scompagno (επίθ.)
scomparire (ρ.αμτβ.)
scomparsa (θηλ.ουσ)
scomparso (αρσ. επίθ και ουσ)
scompartimento (ουσ αρσ )
scompartire (ρ. μτβ.)
scomparto (ουσ αρσ )
scompensare (ρ. μτβ.)
scompenso (ουσ αρσ )
scompiacente (επίθ.)
scompiacenza (θηλ.ουσ)
scompiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---