Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscompagnaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skompaɲɲaˈmento] 1 ξεχαρβάλωμα 2 αποδιοργάνωση 3 χωρισμός (ζευγαριού) 4 εξάρθρωση 5 διάλυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |