ItalianoGreco


scompàrso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skomˈparso]

1 μακαρίτης
2 πεθαμένος
3 εκλιπών
4 νεκρός
5 συχωρεμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---