Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scompigliaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skompiʎʎaˈmento]

1 αταξία
2 ανακάτωμα
3 μπέρδεμα των μαλλιών
4 ξεχαρβάλωμα
5 αποδιοργάνωση
6 ακαταστασία
7 απειθαρχία
8 αναταραχή
9 σύγχυση
10 αναστάτωση
11 ξεμάλλιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scompiacere scompigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scompensare (ρ. μτβ.)
scompenso (ουσ αρσ )
scompiacente (επίθ.)
scompiacenza (θηλ.ουσ)
scompiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scompigliamento (ουσ αρσ )
scompigliare (ρ. μτβ.)
scompiglio (ουσ αρσ )
scompleto (επίθ.)
scomponibile (επίθ.)
scomponibilità (θηλ.ουσ)
scomporre (ρ. μτβ.)
scomporsi (ρ.μ. (αντων.))
scompositore (αρσ. επίθ και ουσ)
scomposizione (θηλ.ουσ)
scompostezza (θηλ.ουσ)
scomposto (επίθ.)
scomputabile (επίθ.)
scomputare (ρ. μτβ.)
scomputo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---