Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scomputàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skompuˈtare]

1 παρακρατώ
2 προαφαιρώ
3 μειώνω
4 αφαιρώ
5 εκπίπτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scomputabile scomputo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scompositore (αρσ. επίθ και ουσ)
scomposizione (θηλ.ουσ)
scompostezza (θηλ.ουσ)
scomposto (επίθ.)
scomputabile (επίθ.)
scomputare (ρ. μτβ.)
scomputo (ουσ αρσ )
scomunica (θηλ.ουσ)
scomunicare (ρ. μτβ.)
scomunicato (ουσ αρσ )
scomunicato (επίθ.)
sconcatenare (ρ. μτβ.)
sconcatenato (επίθ.)
sconcertante (επίθ.)
sconcertare (ρ. μτβ.)
sconcertato (επίθ.)
sconcerto (ουσ αρσ )
sconcezza (θηλ.ουσ)
sconciamente (επίρ.)
sconciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---