Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscòmputo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔmputo] 1 μείωση 2 παρακράτηση 3 προαφαίρεση 4 έκπτωση 5 κράτηση (από μισθό) 6 κράτηση μισθού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |