Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscóncio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskonʧo] 1 όνειδος 2 καταισχύνη 3 ξεφτιλισμός 4 τσαπατσουλιά 5 ρεζιλίκι 6 αίσχος 7 ντροπή 8 ατίμωση 9 επιτίμηση 10 εμπτυσμός scóncio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈskonʧo] χυδαίος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |