Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconclusionàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skonkluzjoˈnato]

1 ασύνδετος
2 παράλογος
3 ξεκάρφωτος
4 περιπλανώμενος
5 αντιφατικός
6 ανακόλουθος
7 ατελέσφορος
8 ασυνεχής
9 ασυνεπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconclusionatezza sconcordante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconciare (ρ. μτβ.)
sconcio (ουσ αρσ )
sconcio (επίθ.)
sconclusionatamente (επίρ.)
sconclusionatezza (θηλ.ουσ)
sconclusionato (αρσ. επίθ και ουσ)
sconcordante (επίθ.)
sconcordanza (θηλ.ουσ)
sconcorde (επίθ.)
scondito (επίθ.)
sconfacente (επίθ.)
sconfessare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzazione (θηλ.ουσ)
sconfessione (θηλ.ουσ)
sconficcamento (ουσ αρσ )
sconficcare (ρ. μτβ.)
sconfiggere (ρ. μτβ.)
sconfinamento (ουσ αρσ )
sconfinare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---