Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsconfinaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skonfinaˈmento] 1 παράπτωμα 2 ξεπέρασμα των ορίων 3 παρανομία 4 πέρασμα των συνόρων 5 παράβαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |