Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconfinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonfiˈnato]

1 ελεύθερος
2 ασύνορος
3 ασυνόρευτος
4 ατελείωτος
5 αμέτρητος
6 άπειρος
7 αναπαγόρευτος
8 αδέσμευτος
9 απεριόριστος
10 απόλυτος
11 ανεπιφύλακτος
12 ανεξάρτητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconfinatezza sconfitta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconfiggere (ρ. μτβ.)
sconfinamento (ουσ αρσ )
sconfinare (ρ.αμτβ.)
sconfinatamente (επίρ.)
sconfinatezza (θηλ.ουσ)
sconfinato (επίθ.)
sconfitta (θηλ.ουσ)
sconfitto (ουσ αρσ )
sconfitto (επίθ.)
sconfortante (επίθ.)
sconfortare (ρ. μτβ.)
sconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconfortato (επίθ.)
sconforto (ουσ αρσ )
scongelamento (ουσ αρσ )
scongelare (ρ. μτβ.)
scongiurare (ρ. μτβ.)
scongiuro (ουσ αρσ )
sconnessamente (επίρ.)
sconnessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---