Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scongiùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skonˈʤuro]

ο εξορκισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scongiurare sconnessamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconfortato (επίθ.)
sconforto (ουσ αρσ )
scongelamento (ουσ αρσ )
scongelare (ρ. μτβ.)
scongiurare (ρ. μτβ.)
scongiuro (ουσ αρσ )
sconnessamente (επίρ.)
sconnessione (θηλ.ουσ)
sconnesso (επίθ.)
sconnessura (θηλ.ουσ)
sconnettere (ρ.αμτβ.)
sconnettere (ρ. μτβ.)
sconoscente (επίθ.)
sconoscenza (θηλ.ουσ)
sconoscere (ρ. μτβ.)
sconosciuto (ουσ αρσ )
sconosciuto (επίθ.)
sconquassamento (ουσ αρσ )
sconquassare (ρ. μτβ.)
sconquassato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---