ItalianoGreco


sconnèsso, sconnésso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonˈnɛsso], [skonˈnesso]

1 ανακόλουθος
2 παράλογος
3 αντιφατικός
4 άτοπος
5 ασυνεπής
6 ασυνεχής
7 άδετος
8 ασύνδετος
9 λυτός
10 ασυνάρτητος
11 ξεκάρφωτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---